- πατερεύω
- πᾰτερ-εύω,A hold office of πατὴρ πόλεως, Milet.1(7) No.206 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πατερεύω — Α ασκώ το έργο τού πατρός πόλεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλητ. πάτερ τού πατήρ + κατάλ. εύω (πρβλ. πατερ ίζω)] … Dictionary of Greek